- γαϊδούρα
- ηη γαϊδάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βασταγούρα — η η γαϊδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βασταγός, με επίδραση και του συνωνύμου γαϊδούρα] … Dictionary of Greek
Buck buck — Infobox Game subject name=Buck buck image link= image caption= players=4 or more ages= 12 and up setup time= 1 minute playing time= no limit complexity=Low strategy=High random chance=Low | skills=Running, Jumping, Balance, Strength footnotes… … Wikipedia
Kleine Ostkykladen — Lage der Kleinen Ostkykladen zwischen Naxos und Amorgos Als Kleine Ostkykladen (griechisch Μικρές Κυκλάδες ‚Kleine Kykladen‘) wird eine Gruppe kleiner Inseln innerhalb der Inselgruppe der Kykladen bezeichnet. Die Inseln liegen östlich und… … Deutsch Wikipedia
Schinoussa — Vorlage:Infobox Insel/Wartung/Fläche fehlt Schinoussa (Σχοινούσσα) Blick auf den Hafen von Schinoussa Gewässer … Deutsch Wikipedia
Schinoússa — Gemeinde Schinoussa Κοινότητα Σχοινούσσης (Σχινούσσα) DEC … Deutsch Wikipedia
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek
γαϊδουρομούλαρο — το 1. μουλάρι γεννημένο από γαΐδούρα και (αρσενικό) άλογο 2. πληθ. τα γαϊδουρομούλαρα γαϊδούρια και μουλάρια … Dictionary of Greek
γομάρα — η [γομάρι] 1. η γαϊδούρα 2. γυναίκα χοντρή και άξεστη … Dictionary of Greek